Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Ω! Μαγισσα μου σταματα επιτελους να χλευαζεις τα ιερωτερα αισθηματα μου..
στα δακρυα που ειδες να χυνω απαντας με ενα αδυσωπητο γελιο..
και με σαρκασμους..
Α! ετσι λοιπον ανταμοιβης τη πιστη ενος λατρη σου που σου γραφη συνεχως..
που γραφη για να σε ευχαριστηση..
εμενα που θα εδινα το αιμα μου για τη ζωη σου ακομη..
εμενα που εκανα την αγαπη μου θρησκεια και τα αισθηματα μου λατρεια..
και εσενα Μαγισσα μου ιερη και αγια μεσα στο σπιτι μου και μεσα σε ολα τα γραπτα μου..
περιστοιχισμενη σε βλεπω με αντρες να εισαι που αντικατατροπιζουν τον εγωισμο τους..
και εσυ σαν αθωα γυναικα πιστευεις της υποκρισιες τους..
το πνευμα σου εξυπνο ειναι και η επιτυχια σου μεγαλη αλλα δε βλεπεις που σε λιβανιζουν ..
με ψευτικα κοπλιμεντα...
μισω και ζηλεβω αυτους που κανεις παρεα που με το αδιαντροπο τους βλεμμα σου λενε οτι εισαι ωραια..
και πως σε λατρευουν..
οχι δε ζηλεβω γιατι εχω εκτιμηση και τρυφεροτητα απεναντι σου...
εισαι ωραια γυναικα εχεις πολλους θαυμαστες υπεροχα ματια ..
και σκορπιζεις ελπιδες παντου..


Τα θαλάμια στο βυθό της ζωής μου, είναι ατελείωτα.
Βουτάω λοιπόν κι εγώ ελεύθερα στα βαθειά,  χωρίς στίγμα, πυξίδα, έτσι κερδίζω πιότερο απο την ηδονή του αναπάντεχου, που είναι όπως και να το κάνουμε, είναι γλυκύτερο απο το υπολογισμένο.
Μέσα μου φούντωνε ο πόθος για άλλο άγνωστο μονοπάτι.
Κι όμως το ήξερα, δεν ήταν μόνο η ανάγκη φυγής απο την πραγματικότητα, αλλά  κι ο φόβος  πως, ίσως αυτή τη φορά το μονοπάτι, θα ήταν χωρίς γυρισμό.
Αλλάζω βηματισμό, κρύβομαι να μην φανεί ο ίσκιος μου, πως  να κρυφτείς όμως απο βλέμματα δραπέτες, βλέμματα ληστές...
Γιατί όμως με βρίσκει πάντα απροετοίμαστη, αυτό το ταξίδι;
Μόνη μου επιθυμία, η επιθυμία της Αγάπης να εκπληρωθεί..
Αν αγαπάς όμως, λιώσε σαν κερί, σαν τρεχούμενο ρυάκι, που τραγουδά την μελωδία του μέσα στη νύχτα..
Αναπάντεχα , μου ήρθε στα χείλη  ενα ποίημα, του  Ν.Βρεττάκου..
''Ολονυχτία...Δεν με κατάλαβες, όλη τη νύχτα ήμουν πλάι σου, προθασπαθούσα να κλείσω τα παράθυρα-πάλευα όλη τη νύχτα-..Ο αγέρας επέμενε..Απλωσα τότε τις παλάμες μου πάνω σου , σαν δυο φύλλα ουρανού και σε σκέπασα.Επειτα ,βγήκα στον εξώστη και κοίταζα δίχως χέρια τον κόσμο.''
Τελικά, ίσως,  η μοναξιά  να είναι ένας χορός,  που τον χορεύεις μόνος -Ενα ''Bαρύ'' Ζειμπέκικο...


Θα μάθεις κάποτε, αγάπη μου,
πως οι άνθρωποι που αγαπάνε, ελευθερώνουν.
Στον Έρωτα δεν υπάρχουν είλωτες,
γιατί δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.
Μόνο ζωντανοί ή νεκροί.
Ζωντανοί , οι έχοντες ψυχή.
Νεκροί, οι έχοντες το θάρρος να πετάξουν.


Είχα μάτια κάποτε και έβλεπα σε κάθε ζωγραφιά τον δημιουργό της.
Είχα μύτη και ένιωθα τα αρώματα περαστικών –και μη.
Είχα στόμα όπου ρέμβαζαν στίχοι αγνώστων ποιητών.
Είχα αυτιά για τις σπαρμένες κραυγές ολούθε- τις σιωπές.
Χέρια είχα κι αφή να αφουγκράζομαι οδύνες και χαρές.
Πόδια καρφωμένα είχα και έχω στο «πάντα» που ποτέ δεν ήρθε.
Έτσι ακίνητη κινώ τις ζωές σας αγαπημένοι μου.
Αγαπημένοι μου εσείς που κινώ τις ζωές σας, μα δεν το νιώθετε.
Μάτια, μύτη στόμα, αυτιά, χέρια σας , φριχτός εγωισμός .
Παραδοχή σε στίχους που δεν διαβάζετε εσείς αγαπημένοι.

Σκύβοντας πάνω ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τὴ συσκότιση

στίχους ἰσχνοὺς θὰ ἐπιδείξω
ἀποκλεισμένους ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.

Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος τίποτε δὲν θὰ λέει.
Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενους θὰ κλαίει.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Όσο ζω δε γράφω 
Κι όσο γράφω δε ζω 
Στις δυνατές εκείνες τις στιγμές, 
Μολύβι αν τολμούσα να 'πιανα θ' αφάνιζα κάθε μαγεία 
Γι αυτό και βλέπεις τα γραπτά μου καταθλιπτικά 
Γιατί οι όμορφες στιγμές στροβιλίζονται με χάρη στον αέρα 
Σ' αγγίζουν πεταχτά στην καρδιά 
Κι έπειτα εξανεμίζονται 
Ενώ οι δύσκολες 
Οι δυσβάσταχτες 
Ξορκίζονται μέσα από τις λέξεις 
Για να αναγεννηθεί έπειτα ο ήρωας μέσα από τη στάχτη 
Σαν ένας άλλος Φοίνικας 
Μα πλέον να διατηρώ τις αποστάσεις δεν αντέχω 
Είμαι μέσα σ' όλα κι όχι παρατηρητής έξω από αυτά 
Γι αυτό και έθαψα μέσα μου 
Τον συγγραφέα 
Για να γεννήσω 
Τον ποιητή 

Αλλόκοτο μα γνώριζα, θ' αρκούσε κάποια ήττα 
Το μέλλον για να φάνταζε σα στάχτη από σπίρτα 
Ήξερα αλλ' απέφευγα, θλιβόμουν να σκεφτόμουν 
Ότι θ' αντιμετώπιζα εκείνα που φοβόμουν 

Είν' η απάτη του μυαλού μεγάλη και πονάει 
Η γνώση της αλήθειας σα βελόνα με τρυπάει 
Κι όσο οι φλόγες τον κεριών απ' τον αέρα σβήνουν, 
Νιώθω πως κάπου απέτυχα στο χώρο φως ν' αφήνουν 

Ξανά λοιπόν τα ίδια κι όλο σκύβω το κεφάλι 
Σα σκόνη με τυφλώνει η σιωπή, μου φέρνει ζάλη 
Σκόρπιες τριγύρω ελπίδες σε διάσπαρτα κομμάτια 
Δεν αντέχουν ν' αντικρίσουν τις πληγές μου πια τα μάτια 

Σκόρπιες σκέψεις και φωνές 
Την ψυχή μου μαυρίζουν σημάδια του χτες 
Σκόρπιοι ανέμοι εδώ κι εκεί 
Ό,τι χτίζω θα πέφτει κι ό,τι χτίζεις μαζί 

Μα είχα μια ελπίδα, έχω μια ελπίδα 
Σαν πέφτουν γύρω μου χιλιάδες πια οι σφαίρες 
Πως θα 'ρθει η ώρα που του νου η λεπίδα 
Θα πάψει να ματώνει πλέον τις γαλάζιες μέρες



Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΗΜΕΡΑ

Από την πρώτη μου δημοσίευση ποιημάτων πριν δέκα χρόνια μέχρι αυτήν την στιγμή νιώθω ότι το έναυσμα για οποιοδήποτε διάλογο μεταξύ ποιητών και αναγνωστών είναι «η ποίηση στις μέρες μας». Κάποιες φορές αυτό προσδιορίζεται λίγο περισσότερο, «ποιος είναι ο ρόλος της ποίησης», ή «τί σημαίνει ποίηση στις μέρες μας». Αν ξεπεράσουμε τις τραυματικές διατυπώσεις σε θέματα εκθέσεων πανελληνίων εξετάσεων, αν αποφύγουμε να παραπέμψουμε στα δοκίμια του Έλιοτ και του Μπόρχες, αν ξεχάσουμε ότι η προσωπική μας θέση μάλλον περιέχεται σε παλιότερο κείμενο που δημοσιεύσαμε, το ερώτημα εξακολουθεί.
Την πρώτη φορά που κλήθηκα να απαντήσω σε αυτό, το αντιμετώπισα σαν πρόβλημα φυσικής όπου κάπου πρέπει να υπάρχει ένας τύπος που εξηγεί έναν αυτονόητο συμπαντικό νόμο και ξεκλειδώνει όλες τις δυνάμεις. Είδα την ποίηση σαν απόλυτη συμπαγή αξία και την απόδειξη της ουσίας της σαν παρουσίαση μιας καθολικής αέναης κατάστασης που συμβαίνει και χωρίς εμάς.
Την δεύτερη φορά το εξέτασα από μια κοινωνικό-ιστορική προοπτική. Είδα την εποχή μας σαν είκοσι πολύ συγκεκριμένες σελίδες του βιβλίου της παγκόσμιας ιστορίας που γράφεται post factum και την ποίηση σαν ένα πλάσμα που επιβιώνει μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες, μεταβάλλοντας την ουσία του ανάλογα με τα γεγονότα και τα φαινόμενα.
Την επόμενη φορά ερωτήθηκα ως «νέα ποιήτρια» μαζί με πάμπολλους ομηλίκους κι ομότεχνους κι αυτό με ξάφνιασε, γιατί είδα τον εαυτό μου ως αμοιβάδα σε υποσύνολο ενός ήδη περιορισμένου υποσυνόλου, σα να μην είμαι εντελώς ποιήτρια ακόμη και σα να παρατηρούμαστε σε σχέση με την ενσυνείδησή μας. Φιλοξενούμενοι στον κόσμο των ενηλίκων, όπου πρέπει να συναγωνιστείς την ποίηση σαν ιστορικό μαμούθ.
Υπήρξαν και επόμενες φορές, όπου δεν απάντησα, είτε γιατί ήμουν απασχολημένη να διαβάζω ποίηση και να γράφω τις ώρες που δεν δουλεύω είτε γιατί θεώρησα ότι έχω ήδη απαντήσει στο ερώτημα και δεν έχω κάτι να προσθέσω προς το παρόν.
Την τελευταία φορά που με προσκάλεσαν να προβληματιστώ για την «ποίηση σήμερα» κάτι έλαμψε μέσα μου. Αφού επεξεργάστηκα λίγο τα απανωτά déjà vu, άρχισα να ψάχνω απάντηση μέσα από την ίδια την γλώσσα: ποίηση και σήμερα. Αυτό το παιχνίδι με έσπρωξε ένα βήμα πίσω: τί είναι ποίηση και τί είναι σήμερα.
Το τί είναι ποίηση, αφενός υπάρχουν ορισμοί και δοκίμια που θα εξόντωναν και τον πιο ατσάλινο υπολογιστή στην προσπάθεια ταξινόμησης και ενοποίησης, αφετέρου υπάρχει ένα κομματάκι αυτονόητο, αδιαπραγμάτευτο, αμετάφραστο κι αδιάβρωτο για τον καθένα μας. Δεν είναι η ποίηση σαν έννοια που καθορίζει την δουλειά, είναι το έργο του καθενός που εντέλει βαφτίζεται ποίηση κι ενώνεται με μια αόρατη τάξη πραγμάτων. Με μια αθεϊστική κίνηση κάποιου που βιώνει την ποίηση όντας στοιχείο της παραγωγής ο ίδιος, θα έλεγα ότι δεν ξέρω τί είναι η ποίηση σαν πολιτιστικό προϊόν και λογοτεχνικό είδος και λειτούργημα, αλλά ξέρω τί είναι η γραφή και τί είναι η ποίηση σαν διαδικασία και δημιούργημα -δεν μου αρέσει «το ποίημα» σαν οριοθέτηση ενός έργου, προτιμώ μια ολιστική οπτική. Ξέρω γιατί μου συμβαίνει. Το να γράφει κανείς δεν είναι μια απόφαση lifestyle ή ένας επαγγελματικός προσανατολισμός. Σαφώς απαιτεί συνειδητή επιλογή και διαρκή τριβή κι εξέλιξη -και ευχής έργον θα ήταν οι ποιητές να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες. Το να γράφει κανείς είναι ιδιότητα της ύπαρξής του, είναι σύμπτωμα σωματικό και πνευματικό. Και το κάθε δημιούργημα, όπως για κάθε καλλιτεχνικό έργο, περιέχει κύτταρα του γράφοντος. Όχι σαν ναρκισσιστική επίδειξη κάποιου υποτιθέμενου ταλέντου ούτε σαν άσκηση ψυχοθεραπείας. Αλλά σαν ύστατη πράξη επικοινωνίας και συντονισμού με τον κόσμο, ένδον κι εξωτερικά. Πράξη άρθρωσης ενός λόγου, κίνηση για να μοιραστεί κάτι βαθύτερο που θα χαρίσει λίγη ομορφιά, πολλές φορές σκληρή και τρομακτική, αλλά σημαίνουσα.
Το σήμερα μεταβάλλεται κάθε φορά που τίθεται το ερώτημα, προφανώς. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πώς μεταβάλλεται ο καθένας μέσα σε αυτήν την ροή. Είδα τον εαυτό μου και την γραφή μου δορυφορικά σε σχέση με τα εκάστοτε σήμερα. Προσπάθησα να εντοπίσω τα σημεία που έχουν μείνει αδιατάρακτα και τα σημεία που έχουν μετατοπιστεί στο άτομο και στον τρόπο που αντιμετωπίζω την δουλειά μου. Και πιστεύω ότι είναι αυτή η διαπραγμάτευση κι ο σιωπηλός απολογισμός που διαγράφουν την πορεία του σήμερα του καθενός.
Ποιο είναι το σήμερα της Αθήνας σε σχέση με αυτό του Λονδίνου, το σήμερα της φοιτήτριας σε σχέση με της εργαζόμενης, το σήμερα του να μιλάς καθημερινά μια ξένη γλώσσα σε σχέση με το να μιλάς μόνο ελληνικά, το σήμερα του να σημειώνεις χειρόγραφα με το σήμερα του i-pad, το σήμερα του να εκδίδεις έντυπα με το σήμερα του να εκδίδεις ηλεκτρονικά βιβλία, το σήμερα του να αμείβεσαι για την συγγραφική σου δουλειά με το σήμερα του να νιώθεις ζητιάνος της κουλτούρας, το σήμερα των θερμών πεποιθήσεων με το σήμερα μιας απολιτίκ απαθετίκ στάσης, το σήμερα του να παίρνεις φίλους τηλέφωνο με το σήμερα του like, το σήμερα των ανοιχτών προοπτικών με το σήμερα του εσωτερικής εξορίας, το σήμερα μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας με το σήμερα μιας μόνιμης αστάθειας, το σήμερα των αξιών με το σήμερα διαφορετικών αξιών, το σήμερα της διαρκούς προσαρμογής, το σήμερα του μεγαλώνω σε σχέση με το ωριμάζω, κι όλα αυτά τα ενδιάμεσα που δεν προλαβαίνουμε να καταγράψουμε και να πατήσουμε παύση για να κοιταχτούμε μέσα τους και να αναρωτηθούμε: η ποίηση σήμερα;